Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μεγάλων ἀδικημάτων

  • 1 καταφυγή

    A place of refuge, Hdt.7.46;

    ἔχει γὰρ καταφυγὴν θὴρ μὲν πέτραν, δοῦλος δὲ βωμούς E.Supp. 267

    ; κ. σωτηρίας a safe retreat, Id.Or. 724;

    μηδεμίαν ἔχειν κ. Isoc.14.55

    ;

    μόνην οἴονται κ. εἶναι τοὺς φίλους Arist.EN 1155a12

    ;

    κύριος κ. μου LXX Ex.17.15

    ;

    ἐπί τινα κ. πεποιῆσθαι Sammelb.4638.29

    (ii B.C.), etc.
    2 c. gen. obj., κ. κακῶν refuge from.., E.Or. 448 (pl.);

    τῶν ἀκουσίων ἁμαρτημάτων κ. εἶναι τοὺς βωμούς Th.4.98

    ;

    κ. ποιεῖσθαι εἰς τέκνα E.Or. 567

    (pl.), cf. Antipho 1.4;

    ηὕρισκον κ. αὑτοῖς εἰς θεούς Pl.Lg. 699b

    , etc.;

    ἡ εἰς τοὺς νόμους κ. Hyp.Eux.10

    ;

    ἐμοὶ πόλις ἐστὶ καὶ κ. καὶ νόμος ὁ δεσπότης Men. 581

    .
    II way of escape, excuse,

    μεγάλων ἀδικημάτων D.46.9

    , cf. 54.21 (pl.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταφυγή

См. также в других словарях:

  • καταφυγή — ἡ (AM καταφυγή) [καταφεύγω] 1. το να καταφεύγει κάποιος κάπου ή σε κάποιον για ασφάλεια ή αναζήτηση προστασίας 2. έκκληση, επίκληση 3. ο τόπος ή το πρόσωπο όπου καταφεύγει κανείς για ασφάλεια ή σωτηρία, καταφύγιο|| νεοελλ. φρ. ναυτ. «αγκυροβόλια… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • φασισμός — Ιταλικό πολιτικό κίνημα, που ιδρύθηκε στο Μιλάνο στις 23 Μαρτίου 1919 από τον Μπενίτο Μουσολίνι, ο οποίος στηρίχτηκε σε αυτό για να καταλάβει την εξουσία και να επιβάλει στην Ιταλία ένα δικτατορικό καθεστώς από το 1922 έως το 1945. Η λέξη φ. (που …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»